- επιχρύσωμα
- το золочение, позолота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιχρύσωμα — το 1. λεπτό στρώμα χρυσού με το οποίο γίνεται η επιχρύσωση 2. επιχρύσωση, μαλαμοκάπνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Ηρακλή Μητσόπουλο] … Dictionary of Greek
επιχρύσωμα — το, ατος 1. λεπτό στρώμα χρυσού, που καλύπτει την επιφάνεια των επίχρυσων (βλ. λ.) αντικειμένων, βαράκι. 2. η επιχρύσωση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)